turpitude

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
turpitude turpitudes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

turpitude (fr) θηλυκό

  1. αισχρότητα
  2. αισχρά γραπτά ή πράξεις ή λόγια

Συγγενικά[επεξεργασία]