tutelage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tutelage | tutelages |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tutelage (en)
- η διδασκαλία, η εκπαίδευση κάποιου σε κάτι, ιδίως από έναν μέντορα, προστάτη, καθοδήγηση