twenty
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Αριθμητικό[επεξεργασία]
twenty (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
twenty | twenties |
twenty (en)
- (προφορικό) το εικοσάρικο, το χαρτονόμισμα των είκοσι δολαρίων