twinge

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

twinge (en)

  1. η σουβλιά, οξύς στιγμιαίος πόνος
  2. η τύψη