ululation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ululation (fr)θηλυκό

  1. αλαλαγμός
  2. κράξιμο, κρωγμός
  3. (μεταφορικά) ακρατής ή έντονη συναισθηματική εκδήλωση