umowa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | umowa | umowy |
γενική | umowy | umów |
δοτική | umowie | umowom |
αιτιατική | umowę | umowy |
οργανική | umową | umowami |
τοπική | umowie | umowach |
κλητική | umowo | umowy |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
umowa < umówić
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
umowa (pl) θηλυκό
- (γενικότερα) το συμβόλαιο, το συμφωνητικό