underemployment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- underemployment < under- + employment
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
underemployment (en) (μη μετρήσιμο)
- (οικονομία) η υποαπασχόληση
- ↪ Underemployment is affecting many young scientists.
- Η υποαπασχόληση πλήττει πολλούς νέους επιστήμονες.
- ↪ Underemployment is affecting many young scientists.