unguis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
unguis (fr)
- όνυχας (οστό μέσα σε κόγχη)
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- unguis < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
unguis (la) αρσενικό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | unguis | unguēs |
γενική | unguis | unguium |
δοτική | unguī | unguibus |
αιτιατική | unguem | unguēs/unguīs |
κλητική | unguis | unguēs |
αφαιρετική | ungue | unguibus |
Πηγές[επεξεργασία]
- unguis - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.