unicitate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
unicitate (ro) θηλυκό
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του unicitate
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o unicitate | unicitatea | nişte unicități | unicitățile |
γενική | a unei unicități | unicității | a unor unicități | unicităților |
δοτική | a unei unicități | unicității | a unor unicități | unicităților |
αιτιατική | o unicitate | unicitatea | nişte unicități | unicitățile |
κλητική | — | - | — | - |