upright

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

upright (en)

  1. στητός, ευθυτενής
  2. μακρόστενος στο ύψος αντί του πλάτους (αναλογικά, συγκριτικά με το πλάτος)
  3. κιμπάρης, ευυπόληπτος, έντιμος, τίμιος, εντάξει