upright
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
upright (en)
- στητός, ευθυτενής
- μακρόστενος στο ύψος αντί του πλάτους (αναλογικά, συγκριτικά με το πλάτος)
- κιμπάρης, ευυπόληπτος, έντιμος, τίμιος, εντάξει