urĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα urĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας urĝas urĝanta urĝata
αόριστος urĝis urĝinta urĝita
μέλλοντας urĝos urĝonta urĝota
υποθετική urĝus - -
προστακτική urĝu - -

urĝi (eo)