usant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- usant < usants, χρήστες < user, φθείρω
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | usant | usants |
θηλυκό | usante | usantes |
usant (fr) αρσενικό