vadrouille
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
vadrouille | vadrouilles |
vadrouille (fr) θηλυκό
- (ναυτικός όρος) εργαλείο καθαρισμού αποτελούμενο από πολλά σχοινιά στην άκρη ενός ξύλου
- (μεταφορικά) (οικείο) πόρνη
- (οικείο) η βόλτα, ο περίπατος, η τσάρκα