vain

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός vain
συγκριτικός vainer / more vain
υπερθετικός vainest / most vain

vain (en)

  1. ματαιόδοξος
    He is the most vain man I know.
    Είναι ο πιο ματαιόδοξος άνθρωπος που ξέρω.
     συνώνυμα: conceited, → και δείτε τη λέξη arrogant
  2. μάταιος
    vain efforts - μάταιες προσπάθειες

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 528. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ματαιόδοξος, μάταιος

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vɛ̃/
 
ομόηχα: vain, vains, vainc, vaincs, vin, vins, vingt, vingts, vint, vînt

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vain vains
θηλυκό vaine vaines

vain (fr)



Φινλανδικά (fi)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

vain (fi)

Συνώνυμα[επεξεργασία]