vakso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vakso | vaksoj |
αιτιατική | vakson | vaksojn |
vakso (eo)
- το κερί
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vakso | vaksoj |
αιτιατική | vakson | vaksojn |
vakso (eo)