valuable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | valuable |
συγκριτικός | more valuable |
υπερθετικός | most valuable |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
valuable (en)
- πολύτιμος, που έχει μεγάλη αξία
- πολύτιμος, πολύ χρήσιμος
- ↪ Your technical knowledge is valuable.
- Οι τεχνικές σας γνώσεις είναι πολύτιμες.
- ↪ Your technical knowledge is valuable.