valuable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός valuable
συγκριτικός more valuable
υπερθετικός most valuable

Ετυμολογία [επεξεργασία]

valuable < value + -able

Επίθετο[επεξεργασία]

valuable (en)

  1. πολύτιμος, που έχει μεγάλη αξία
    The most valuable metal is gold.
    Το πιο πολύτιμο μέταλλο είναι ο χρυσός.
     συνώνυμα: priceless
  2. πολύτιμος, πολύ χρήσιμος
    Your technical knowledge is valuable.
    Οι τεχνικές σας γνώσεις είναι πολύτιμες.

Πηγές[επεξεργασία]