vampiriser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- vampiriser < vampire
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vɑ̃.pi.ʁi.ze/
Ρήμα[επεξεργασία]
vampiriser (fr)
- ζω παρασιτικά ή αποκομίζω όφελος απομυζώντας ένα άλλο πρόσωπο (ή και περισσότερα)
- καταδυναστεύω, έχω επιβληθεί ψυχολογικά σε άλλο πρόσωπο, μέχρι πλήρους εξάρτησής του από εμένα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη vampire