variole
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
variole | varioles |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
variole (fr) θηλυκό
- η ευλογιά
ενικός | πληθυντικός |
variole | varioles |
variole (fr) θηλυκό