velouté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- velouté < veloux
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | velouté | veloutés |
θηλυκό | veloutée | veloutées |
velouté (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
velouté | veloutés |
velouté (fr) αρσενικό
- η απαλότητα
- ...