venaison
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
venaison | venaisons |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
venaison (fr) θηλυκό
- κρέας από μεγάλο θήραμα (ελάφι, αγριόχοιρο, κλπ)
- το λίπος ελαφιού ή αγριόχοιρου