venaison

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
venaison venaisons

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

venaison (fr) θηλυκό

  1. κρέας από μεγάλο θήραμα (ελάφι, αγριόχοιρο, κλπ)
  2. το λίπος ελαφιού ή αγριόχοιρου