ventru
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | ventru | ventrus |
θηλυκό | ventrue | ventrues |
Επίθετο[επεξεργασία]
ventru (fr)
- χοντρός, κοιλαράς
- (για αντικείμενα) εξογκωμένος