verbrechen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
verbrechen (de) etwas (παρατατικός: verbrach, μετοχή παρακειμένου: verbrochen)
- διαπράττω
- Delikt verbrechen - διαπράττω έγκλημα