verbreden
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
verbreden (nl) (αόριστος : verbreedde, παθ. μτχ. : verbreed)
verbreden (nl) (αόριστος : verbreedde, παθ. μτχ. : verbreed)