vernaculaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
vernaculaire | vernaculaires |
Επίθετο[επεξεργασία]
vernaculaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
vernaculaire | vernaculaires |
vernaculaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό