vero
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vero (eo)
- η αλήθεια
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vero | veri |
θηλυκό | vera | vere |
vero (it)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
vero (la)