verrue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

verrue < berrue < λατινική verruca

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ve.ʁy/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
verrue verrues

verrue (fr) θηλυκό

  1. μυρμηγκιά, κονδύλωμα
  2. κάτι που καταστρέφει την εμφάνιση, που ασχημίζει