vertigineux
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- vertigineux < λατινική vertiginosus
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vɛʁ.ti.ʒi.nø/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vertigineux | vertigineux |
θηλυκό | vertigineuse | vertigineuses |
vertigineux (fr)
- (ιατρική) που συνοδεύεται από ιλίγγους
- ιλιγγιώδης
- (μεταφορικά) πανύψηλος, γιγαντιαίος, τεράστιος