view

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vjuː/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
view views

view (en)

  1. (μετρήσιμο) η θέα, τι μπορεί να δει από ένα συγκεκριμένο μέρος ή θέση, ειδικά ένα όμορφο μέρος
    a room with a view - ένα δωμάτιο με ωραία θέα
    The view from the hill is lovely.
    Η θέα από το λόφο είναι θαυμάσια.
  2. (μη μετρήσιμο) η θέα, η όψη, χρησιμοποιείται όταν μιλάει για το αν μπορεί να δει κάτι
    From here you get a better view of the lake.
    Από δω έχεις καλύτερη θέα της λίμνης.
    the side view of the Parthenon - η πλαϊνή όψη του Παρθενώνα
  3. η άποψη, η γνώμη
  4. (διαδίκτυο) η προβολή, μια περίσταση όταν κάτι προβάλλεται στο διαδίκτυο
    page views in the last 30 days - προβολές σελίδας τις τελευταίες 30 ημέρες
  5. (πληροφορική, προγραμματισμός) η απεικόνιση, το τμήμα του προγράμματος που όταν λειτουργεί είναι ορατό και με το οποίο αλληλεπιδρά ο χρήστης
    Each view is designed not to fill the screen with useless information.
    Κάθε απεικόνιση έχει σχεδιαστεί ώστε να μη γεμίζει την οθόνη με άχρηστες πληροφορίες.
    → δείτε τη λέξη user interface

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας view
γ΄ ενικό ενεστώτα views
αόριστος viewed
παθητική μετοχή viewed
ενεργητική μετοχή viewing

view (en)

  1. βλέπω, θωρώ

Πηγές[επεξεργασία]