viewing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
viewing | viewings |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
viewing (en)
- η προβολή
- η τηλεθέαση
- η επιθεώρηση, η εξέταση
- (ειδικότερα) μια αφορμή για μια ιδιαίτερη ματιά πάνω σε κάποια έκθεση, ταινία, κ.λπ.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
viewing (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του view
Πηγές[επεξεργασία]
- viewing - Cambridge Dictionary online