vigile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
vigile | vigiles |
vigile (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο / η φύλακας
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vigile (fr) θηλυκό
- η παραμονή