vignette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
vignette | vignettes |
vignette (fr) θηλυκό
- κάθε ένα από τα σχέδια των κόμικς
- → δείτε τη λέξη bande dessinée
- το ένσημο