viola

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
viola violas

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

viola (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • viola στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

viola < λατινική viola

Επίθετο[επεξεργασία]

viola (it)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

viola (it)

  1. (χρώμα) βιολέ, μενεξεδί, πορφυρό
  2. (λουλούδι) βιολέτα, μενεξές

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

viola < (άμεσο δάνειο) παλαιά οξιτανική viola < μεσαιωνική λατινική *vitula

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

viola (it)

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]