violation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
violation | violations |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
violation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η παραβίαση, η καταπάτηση, η ενέργεια του να αρνούμαι να υπακούω σε νόμο, συμφωνία κτλ.
- ↪ The violation of the constitution is blatant.
- Η παραβίαση του συντάγματος είναι κατάφωρη.
- ↪ The violation of the constitution is blatant.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη violate
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
violation | violations |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
violation (fr) θηλυκό