virer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
virer (fr)
- στρίβω, παίρνω στροφή, αλλάζω κατεύθυνση
- στρέφω
- πετώ κάποιον ή κάτι έξω, απολύω
- μεταφέρω χρήματα σε τραπεζικό λογαριασμό, εξαργυρώνω επιταγή κ.λπ.
- βιράρω