virginal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | virginal | virginaux |
θηλυκό | virginale | virginales |
virginal (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
virginal | virginals |
virginal (fr) αρσενικό