voïvode
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
voïvode | voïvodes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
voïvode (fr) αρσενικό
- ο βοεβόδας
ενικός | πληθυντικός |
voïvode | voïvodes |
voïvode (fr) αρσενικό