voire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

voire (fr)

  1. και μάλιστα
    C'est vieilli, voire obsolète. Είναι απηρχαιωμένο, και μάλιστα δεν χρησιμοποιείται πια.
  2. {πεπαλαιωμένο ή αστειευόμενο) σώπα! (έκφραση έκπληξης και αμφιβολίας)
    Les clients de nos concurrents finissent toujours par venir chez nous. - Voire. Οι πελάτες των ανταγωνιστών μας, στο τέλος, έρχονται πάντα σε μας. - Σώωπα!