voisin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- voisin < παλαιά γαλλική voisin, veisin < δημώδης λατινική °vecinus < vicinus
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | voisin | voisins |
θηλυκό | voisine | voisines |
voisin (fr)
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | voisin | voisins |
θηλυκό | voisine | voisines |
voisin (fr)