volage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
volage | volages |
volage (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- άστατος και ελαφρύς
- amant volage - ελαφρύς, άστατος εραστής
- la jeunesse est volage - τα νιάτα είναι ασταθή
- (ναυτικός όρος) ασταθής, που κινδυνεύει να ανατραπεί
- (ιατρική) λέγεται για ασθένεια της οποίας τα συμπτώματα εμφανίζονται και εξαφανίζονται γρήγορα