voltige

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
voltige voltiges

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

voltige (fr) θηλυκό

  1. άσκηση ακροβασίας
  2. ακροβατικά αεροπλάνων
  3. το σύνολο των ακροβασιών που γίνονται με άλογα