vomit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
vomit vomits

vomit (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας vomit
γ΄ ενικό ενεστώτα vomits
αόριστος vomited
παθητική μετοχή vomited
ενεργητική μετοχή vomiting

vomit (en)

Πηγές[επεξεργασία]