vote

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

vote < λατινική votum < voveo

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
vote votes

vote (en)

  1. η ψήφος
    We must hammer out a policy that will bring us votes.
    Πρέπει να σχεδιάσουμε μια πολιτική που θα μας φέρει ψήφους.
  2. η ψηφοφορία

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας vote
γ΄ ενικό ενεστώτα votes
αόριστος voted
παθητική μετοχή voted
ενεργητική μετοχή voting

vote (en)

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
vote votes

vote (fr) αρσενικό

  1. η ψηφοφορία
  2. η ψήφος
  3. το ψήφισμα
  4. η ψήφιση