vouvoiement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- vouvoiement < vouvoyer
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vouvoiement (fr) αρσενικό
- η συζήτηση (με κάποιον) στον πληθυντικό
vouvoiement (fr) αρσενικό