w ogóle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
w ogóle (pl) άκλιτο
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- χρησιμοποιείται σαν επίρρημα
- κατ' εξαίρεση τονίζεται στην προπαραλήγουσα