wearable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈwɛːrəb(ə)l/
Επίθετο[επεξεργασία]
wearable (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wearable (en)
- κάτι που μπορεί να φορεθεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- wearability
- → δείτε τη λέξη wear