wet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

wet < μέση αγγλική wett

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /wɛt/

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός wet
συγκριτικός wetter
υπερθετικός wettest

wet (en)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας wet
γ΄ ενικό ενεστώτα wets
αόριστος wetted, wet
παθητική μετοχή wetted, wet
ενεργητική μετοχή wetting

wet (en)

  • υγραίνω, βρέχω
    I wet my lips (with my tounge).
    Υγραίνω τα χείλη μου (με τη γλώσσα).
    The baby wet its bed again.
    Το μωρό έβρεξε πάλι το κρεβάτι του.

Πηγές[επεξεργασία]



Αφρικάανς (af)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

wet (af)