wet nurse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
wet nurse | wet nurses |
wet nurse (en)
- (επάγγελμα) η τροφός, η γυναίκα που θηλάζει ένα παιδί αντί για τη φυσική του μητέρα
- (κατ’ επέκταση) που φροντίζει κάποιον με μεγάλη προσοχή