więzień
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
więzień (pl) αρσενικό
- ο φυλακισμένος
- ο κρατούμενος
- więzień kryminalny, polityczny - ποινικός, πολιτικός κρατούμενος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
więzień (pl)