wiatrak
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
wiatrak < wiatr
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
wiatrak (pl) αρσενικό
- ο ανεμόμυλος
- (οικείο) ο ανεμιστήρας
wiatrak < wiatr
wiatrak (pl) αρσενικό