widelec

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

widelec < πρωτοσλαβική vidla

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

widelec (pl) αρσενικό

  1. το πιρούνι
    • κουζινικό σκεύος
    • εξάρτημα οχήματος

Συγγενικά[επεξεργασία]