widelec
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
widelec < πρωτοσλαβική vidla
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
widelec (pl) αρσενικό
- το πιρούνι
- κουζινικό σκεύος
- εξάρτημα οχήματος